- ρήτορας
- ο / ῥήτωρ, -ορος, ΝΜΑ, θηλ. ρήτωρ, Ν1. αυτός που αγορεύει δημόσια2. αυτός που αγορεύει με ευφράδεια, με ευγλωττία3. στον πληθ. οι ρήτορεςοι πολιτευτές που αγόρευαν στην εκκλησία τού δήμου κατά την αρχαιότητα4. φρ. «οι δέκα ρήτορες» — οι δέκα δόκιμοι ρήτορες τής αρχαίας Αθήναςνεοελλ.(στην Ανατολική Εκκλησία) αξίωμα που κατατάσσεται μετά από το αξίωμα τού Μεγάλου Χαρτοφύλακοςαρχ.1. δικαστής2. συνήγορος, υπερασπιστής3. δάσκαλος τής ρητορικής τέχνης4. ως επίθ. ρητορικός («ῥήτωρ λόγος», επιγρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα Fερε- (βλ. λ. είρω [ΙΙ]), με μηδενισμένο το α' και εκτεταμένο το β' φωνήεν (πρβλ. εἴρηκα, ῥητός, ῥῆμα) + επίθημα -τωρ (πρβλ. πράκτωρ). Το θηλ. ρήτωρ (η) μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ἐφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.